Η διάρροια χαρακτηρίζεται κυρίως από μαλακά υδατώδη κόπρανα, από κοιλιακές κράμπες ή πόνο, καθώς και από συχνές εκκενώσεις του εντέρου. Η οξεία διάρροια είναι μια κατάσταση την οποία όλοι έχουμε βιώσει κάποια στιγμή στην ζωή μας και διαρκεί συνήθως λίγες μέρες.
Από την άλλη, η χρόνια διάρροια διαρκεί τυπικά πολύ περισσότερο από την οξεία και αποτελεί μια γενική διαταραχή του πεπτικού μας συστήματος.
Η συγκεκριμένη κατάσταση μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται η κακή διατροφή, παρενέργειες από την λήψη ορισμένων φαρμάκων, ιοί, βακτήρια ή παράσιτα και οι πεπτικές διαταραχές, όπως η ασθένεια του Crohn και το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου ή ελκώδης κολίτιδα.
Σύμφωνα με την κινέζικη ιατρική υπάρχουν έξι παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν σε διάρροια. Αρχικά, η σημαντικότερη αιτία από όλες είναι η διακοπή της φυσιολογικής λειτουργίας του σπλήνα και του στομάχου, η οποία επηρεάζει την πέψη μας.
Συγκεκριμένα, η οξεία διάρροια προκαλείται συχνά από την κακή διατροφή, από το κρύο του εξωτερικού περιβάλλοντος, από την θερμότητα ή την υγρασία και από το άγχος. Από την άλλη, η κατάσταση της χρόνιας διάρροιας αναπτύσσεται εξαιτίας της έλλειψης yang σε σπλήνα και νεφρούς, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της ικανότητας της σπλήνας και του στομάχου να διασπάσουν τα τρόφιμα και να τα μεταφέρουν σε ολόκληρο το σώμα.
Οι τρεις πρώτοι τύποι διάρροιας ανάλογα με τους παράγοντες που την προκαλούν ανήκουν συνήθως στην κατηγορία της οξείας διάρροιας, γιατί εμφανίζονται ξαφνικά και συνοδεύονται από άλλα συμπτώματα ανάλογα τον τύπο της.
Ο πρώτος, λοιπόν, τύπος διάρροιας που προκαλείται από το κρύο ή την υγρασία συνοδεύεται από κοιλιακό άλγος, πυρετό, αποστροφή στο κρύο, συνάχι, πονοκέφαλο και από διάφορους άλλους πόνους.
Ο δεύτερος τύπος που είναι αποτέλεσμα της θερμότητας και υγρασίας συνοδεύεται από κοιλιακό άλγος, επείγουσα ανάγκη εκκένωσης, αίσθημα καψίματος, ευερεθιστότητα και από έντονη δίψα.
Τέλος, ο τρίτος τύπος διάρροιας γνωστός και ως ‘διατήρηση των τροφίμων’ προκαλείται από την κακή διατροφή, δηλαδή από την υπερβολική κατανάλωση κακής ποιότητας τροφίμων.
Τα συμπτώματα που συνοδεύουν συνήθως τον συγκεκριμένο τύπο διάρροιας είναι το κοιλιακό άλγος, οι ήχοι χώνεψης, το αίσθημα κορεσμού στην κοιλιακή χώρα, η παλινδρόμηση των οξέων του στομάχου και η απώλεια όρεξης.
Οι υπόλοιποι τρεις τύποι ανήκουν στην κατάσταση της χρόνιας διάρροιας. Η ανεπάρκεια του συκωτιού και η δυσλειτουργία του σπλήνα συνοδεύεται συνήθως από μια συμφόρηση στο στήθος και στα πλευρά, από ουλές, κακή όρεξη, κοιλιακό άλγος και από διάρροια. Όλα αυτά προκαλούν επίσης συναισθηματικές διαταραχές όπως καταθλιπτική ή ευερέθιστη διάθεση.
Η διάρροια που σχετίζεται με την ανεπάρκεια του σπλήνα και του στομαχιού εμφανίζει συμπτώματα μαλακών κοπράνων, συχνές εκκενώσεις του εντέρου μετά από την κατανάλωση λιπαρών τροφίμων, απώλεια όρεξης, φούσκωμα και αίσθημα κόπωσης μετά από το φαγητό.
Η συγκεκριμένη ανεπάρκεια νεφρών και σπλήνα οφείλεται κυρίως στην έλλειψη ενέργειας yang. Αυτή η ενέργεια είναι υπεύθυνη για την τροφοδότηση του οργανισμού με θερμότητα και για την πέψη του φαγητού, ώστε να μεταφέρει τα χρήσιμα συστατικά σε ολόκληρο το σώμα.
Όταν η λειτουργία αυτή μειώνεται εξαιτίας της ανεπάρκειας, εμφανίζεται το πρόβλημα της διάρροιας κατά τις πρωινές ώρες της ημέρας, ένα αίσθημα κρύου και πόνου στην περιοχή της κοιλιακής χώρας, ρίγος πριν από την κίνηση του εντέρου και πόνος χαμηλά στην πλάτη και στα γόνατα.
Ο βελονισμός αποτελεί την αποτελεσματικότερη επιλογή θεραπείας για την καταπολέμηση οποιουδήποτε τύπου διάρροιας, καθώς συμβάλει στην ενίσχυση των αποδυναμωμένων οργάνων και στην διόρθωση των ανισορροπιών που υπάρχουν μέσα στο σώμα.
Ένα από τα θετικά του βελονισμού είναι ότι μπορεί να καθορίσει και να διαφοροποιήσει την ακριβή αιτία που προκάλεσε την διάρροια σε ένα άτομο, ώστε να προβεί στην συνέχεια στη σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος και στην επίλυση του.